-
1 προβιβαζω
1) вести(πρόσω Soph.; τινὰ εἰς ἀρετήν Plat.)
2) выводить(τινὰ ἐκ τοῦ ὄχλου NT.)
3) побуждать(λόγῳ τινά Xen.; προβιβασθεὴς ὑπό τινος NT.)
4) удлинять, достраивать(τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ Diod.)
5) расширять, возвеличивать(τέν πατρίδα Polyb.)
6) продвигаться вперед, преуспевать(οὐδὲν ἐδύνατο π. τῶν ἔργων Polyb.)
7) ( о животных) покрывать(ἄλλην Arst.)
См. также в других словарях:
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek